- Γλαύκια
- Γλαυκίηςmasc voc sgΓλαυκίηςmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γλαυκία — Γλαυκίᾱ , Γλαυκίης masc nom/voc/acc dual Γλαυκίᾱ , Γλαυκίης masc voc sg (attic) Γλαυκίᾱ , Γλαυκίης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκία — γλαυκίᾱ , γλαυκιάω glaring fiercely pres imperat act 2nd sg γλαυκίᾱ , γλαυκιάω glaring fiercely imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλαυκίᾳ — Γλαυκίᾱͅ , Γλαυκίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαύκια — γλαύκιον juice of the horned poppy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκίαν — γλαυκίᾱν , γλαυκιάω glaring fiercely imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γλαυκίᾱν , γλαυκιάω glaring fiercely imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλαυκίας — Γλαυκίᾱς , Γλαυκίης masc acc pl Γλαυκίᾱς , Γλαυκίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλαυκίαι — Γλαυκίᾱͅ , Γλαυκίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλαυκίαν — Γλαυκίᾱν , Γλαυκίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκίας — γλαυκίᾱς , γλαυκιάω glaring fiercely imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταυλάντιοι — Πολυπληθές και ισχυρό ιλλυρικό έθνος, το οποίο κατοικούσε την ενδοχώρα των αρχαίων ελληνικών, στο Ιόνιο πέλαγος, αποικιών Επιδάμνου, που ονομάζονταν Ταυλαντία και Ταυλάντιο. Κατά τους αρχαίους χρόνους οι Τ. ζούσαν ανεξάρτητοι από τα άλλα ιλλυρικά … Dictionary of Greek